- λόρδα
- η1. μεγάλη πείνα2. φρ. «μέ κόβει λόρδα» ή «κόβω λόρδες» ή «κόβω λόρδα» — πεινώ υπερβολικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < λορδῶ «κυρτώνομαι προς τα εμπρός ή < λώριδα < λωρίδα «ταινία τών εντέρων», ενώ η άποψη κατά την οποία η λ. προήλθε από το λόρδος (από το λεξιλόγιο τού Καραγκιόζη) δεν φαίνεται πειστική].
Dictionary of Greek. 2013.